- ψύχρα
- η холодная погода, холод; прохлада;
κάνει ψύχρα — свежо, прохладно, холодновато
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κάνει ψύχρα — свежо, прохладно, холодновато
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ψύχρα — ψύχρᾱ , ψύχρα cold fem nom/voc/acc dual ψύχρᾱ , ψύχρα cold fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψύχρα — η ψύχος, ψυχρός καιρός, κρύο: Κάνει πολλή ψύχρα έξω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψυχρά — Ν επίρρ. βλ. ψυχρός … Dictionary of Greek
ψύχρα — η, ΝΜΑ ψυχρός καιρός, κρύο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχρός (πρβλ. ζέστη < ζεστός)] … Dictionary of Greek
ψυχρᾷ — ψῡχρᾷ , ψυχρός cold fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψυχρά — ψῡχρά , ψυχρός cold neut nom/voc/acc pl ψῡχρά̱ , ψυχρός cold fem nom/voc/acc dual ψῡχρά̱ , ψυχρός cold fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψύχρας — ψύχρᾱς , ψύχρα cold fem acc pl ψύχρᾱς , ψύχρα cold fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψυχρᾶν — ψύχρα cold fem gen pl (doric aeolic) ψῡχρᾶν , ψυχρός cold masc/fem gen pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψυχρῶν — ψύχρα cold fem gen pl ψῡχρῶν , ψυχρός cold fem gen pl ψῡχρῶν , ψυχρός cold masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρεύματα θαλάσσια — Συνεχείς και με σταθερή διεύθυνση μετατοπίσεις μαζών νερού στους ωκεανούς· μπορούν να είναι οριζόντιες κινήσεις (είτε στην επιφάνεια είτε σε βάθος) ή κάθετες (με ανυψώσεις και καταβυθίσεις των μαζών νερού) και να παρουσιάζουν διεύθυνση, πλάτος,… … Dictionary of Greek
Liste griechischer Phrasen/Psi — Psi Inhaltsverzeichnis 1 ψαλμὸς τῷ Δαυιδ 2 ψηλαφεῖν ἐν τῷ σκότῳ … Deutsch Wikipedia